Ἐλεημοσύνη: ἡ ἐλπίδα μας μόνο στὸν Θεό
«Βάλε στὴν ἄκρη λίγα χρήματα…»*
Διηγήθηκαν οἱ Γέροντες γιὰ κάποιον κηπουρὸ ὅτι ὅλον τὸν κόπο τῆς ἐργασίας του τὸν πρόσφερε σὲ ἐλεημοσύνη καὶ κρατοῦσε µόνο γιὰ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες του.
Ὕστερα ὅμως ὁ σατανᾶς τοῦ ἔσπειρε τὸν λογισμό: «Βάλε στὴν ἄκρη λίγα χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, µήπως φτάσουν τὰ γηρατιὰ ἢ ἀρρωστήσεις καὶ θά ᾽χεις ἀνάγκη νὰ ξοδεύεις».
Πράγματι, μάζεψε καὶ γέμισε ἕνα πήλινο δοχεῖο µὲ νοµίσµατα. Καὶ συνέβη κάποτε νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ σαπίσει τὸ πόδι του. Ξόδεψε τότε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ γιατριὰ δὲν βρῆκε.
Ὕστερα ἦλθε κάποιος γιατρὸς περιοδεύων καὶ τοῦ εἷπε: «Ἐάν δὲν κοπεῖ τὸ πόδι σου, θὰ σαπίσει ὅλο σου τὸ σῶμα». Καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ τοῦ κόψει ὁ γιατρὸς τὸ πόδι.
Τὴ νύκτα ἐκείνη λοιπὸν ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ μετάνιωσε γιὰ ὅ,τι ἔκανε. Ἀναστέναξε τότε, ἔκλαψε καὶ εἶπε: «Θυμήσου, Κύριε, τὰ ἔργα τὰ παλιὰ ποὺ ἔκανα, ὅταν δούλευα καὶ ἔδινα στοὺς
ἀδελφούς».
Πάνω στὸ λόγο του αὐτὸ παρουσιάστηκε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Ποῦ εἶναι τὸ χρῆμα ποὺ µάζεψες καὶ ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα ποὺ ἀποφάσισες νὰ ἔχεις;».
Τότε κατάλαβε καὶ εἶπε: «Ἁμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ µε καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ τὸ ξανακάνω». Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄγγιξε ὁ Ἄγγελος τὸ πόδι του καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε.
Ἀπό τὰ ξημερώματα σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ χωράφι νὰ ἐργασθεῖ. Ἔφθασε βέβαια ὁ γιατρός, ὅπως εἶχαν συµφωνήσει, µὲ τὰ ἐργαλεῖα του νὰ τοῦ κόψει τὸ πόδι.
Καὶ τοῦ λένε: «Ἀπὸ νωρίς ἔφυγε νὰ δουλέψει στὸ χωράφι».
Ἔκπληκτος τότε ὁ γιατρός, πῆγε κι αὐτός στὸ χωράφι ὅπου δούλευε, καὶ ὅταν τὸν εἶδε νὰ σκάβει τὴν γῆ, δόξασε τὸν Θεόν ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία του.
Ὕστερα ὅμως ὁ σατανᾶς τοῦ ἔσπειρε τὸν λογισμό: «Βάλε στὴν ἄκρη λίγα χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, µήπως φτάσουν τὰ γηρατιὰ ἢ ἀρρωστήσεις καὶ θά ᾽χεις ἀνάγκη νὰ ξοδεύεις».
Πράγματι, μάζεψε καὶ γέμισε ἕνα πήλινο δοχεῖο µὲ νοµίσµατα. Καὶ συνέβη κάποτε νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ σαπίσει τὸ πόδι του. Ξόδεψε τότε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ γιατριὰ δὲν βρῆκε.
Ὕστερα ἦλθε κάποιος γιατρὸς περιοδεύων καὶ τοῦ εἷπε: «Ἐάν δὲν κοπεῖ τὸ πόδι σου, θὰ σαπίσει ὅλο σου τὸ σῶμα». Καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ τοῦ κόψει ὁ γιατρὸς τὸ πόδι.
Τὴ νύκτα ἐκείνη λοιπὸν ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ μετάνιωσε γιὰ ὅ,τι ἔκανε. Ἀναστέναξε τότε, ἔκλαψε καὶ εἶπε: «Θυμήσου, Κύριε, τὰ ἔργα τὰ παλιὰ ποὺ ἔκανα, ὅταν δούλευα καὶ ἔδινα στοὺς
ἀδελφούς».
Πάνω στὸ λόγο του αὐτὸ παρουσιάστηκε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Ποῦ εἶναι τὸ χρῆμα ποὺ µάζεψες καὶ ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα ποὺ ἀποφάσισες νὰ ἔχεις;».
Τότε κατάλαβε καὶ εἶπε: «Ἁμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ µε καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ τὸ ξανακάνω». Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄγγιξε ὁ Ἄγγελος τὸ πόδι του καὶ ἀμέσως θεραπεύθηκε.
Ἀπό τὰ ξημερώματα σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ χωράφι νὰ ἐργασθεῖ. Ἔφθασε βέβαια ὁ γιατρός, ὅπως εἶχαν συµφωνήσει, µὲ τὰ ἐργαλεῖα του νὰ τοῦ κόψει τὸ πόδι.
Καὶ τοῦ λένε: «Ἀπὸ νωρίς ἔφυγε νὰ δουλέψει στὸ χωράφι».
Ἔκπληκτος τότε ὁ γιατρός, πῆγε κι αὐτός στὸ χωράφι ὅπου δούλευε, καὶ ὅταν τὸν εἶδε νὰ σκάβει τὴν γῆ, δόξασε τὸν Θεόν ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία του.
——
(*) Τὸ Μέγα Γεροντικόν, τόμος Β´, σελ. 269-270, κεφ. ΣΤ´ § 39, ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Α΄ ἔκδοσις, Ἰούνιος 1997, Πανόραμα Θεσσαλονίκης. ● Ἐπιμέλ. ἡμετ.